- εὐρωστόψυχος
- εὐρωστόψῡχος, ον,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευρωστόψυχος — εὐρωστόψυχος, ον (Α) αυτός που έχει δυνατή ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύρωστος + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ά ψυχος, επτά ψυχος] … Dictionary of Greek
εὐρωστόψυχος — stout hearted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)